-
1 πλημμύρα
[плиммира] ουσ. Θ. наводнение, разлив,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλημμύρα
-
2 наводнение
-
3 заливка
1. (затопление) η κατάκλυση, η πλημμύρα 2. (вливание) η πλήρωση, το γέμισμα (με υγρό)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заливка
-
4 затопление
1. (местности при строительстве плотин и водохранилищ) το πλημ-μύρισμα, η βύθισητο παραγέμισμα2. (ορο-шение) η άρδευση/το πότισμα (διά του πλημμυρίσματος) 3. (погружение в воду) η (κατα)βύθιση 4. (от разлива рек, наводнение) η πλημμύρα, το πλημμύρισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затопление
-
5 наводнение
η πλημμύρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наводнение
-
6 напуск
1. маш. η επικάλυψη 2. (затопление) η πλημμύραη κατάκλυση3. (воздуха, газа) η είσοδος του αέρα ή αερίου (σε δίκτυο κενού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напуск
-
7 паводок
(резкое поднятие уровня воды в результате сильных дождей или таяния снегов) η πλημμύραη απότομη αύξηση των υδάτων λόγω βροχοπτώσεων κ.λπРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паводок
-
8 разлив
1. (половодье) η πλημμύρα, η υπερχείλιση του ποταμού (κατά το λιώσιμο του χιονιού και πάγου) 2. (распространение жидкости по поверхности) η εξάπλωση (υγρού) στην επιφάνεια 3. (по бутылкам) η εμφιάλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разлив
-
9 размыв
η πλημμύρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размыв
-
10 размывание
1. (тлв.) (изображения) το θάμπωμα (της εικόνας) 2. (затопление или разрушение текущей водой) η πλημμύρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > размывание
-
11 высокий
высо́к||ийприл1. в разн. знач. ὑψηλός:\высокийого роста ὑψηλοῦ ἀναστήματος· \высокийое давление ὑψηλή πίεση/ ἡ ὑπέρταση, ἡ ὑπερπίεση [-ις] (гипертония)· ток \высокийого напряжения ρεϋμα ὑψηλής τάσεως· \высокийая температу́ра ἡ ὑψηλή θερμοκρασία/ ὁ ὑψηλός πυρετός (больного)· \высокийая вода ἡ ὕψωση τῶν ὑδάτων, ἡ πλημμύρα, ἡ φουσ-κονεριά· \высокийие цены οἱ ὑψηλες τιμές· \высокийая йота ἡ ὑψηλή νότα·2. (превосходный) ἀνώτερος, ἀριστος:\высокийого качества ἀνωτέρας ποιότητας·3. (значительный) ὑψηλός, μεγάλος:\высокийое звание ὁ ὑψηλός τίτλος· \высокийая ответственность ἡ μεγάλη εὐθύνη· \высокийая честь ἡ μεγάλη τιμἤ занимать \высокий пост κατέχω ὑψηλο ἀξίωμα (или μεγάλη θέση)· ◊ \высокий стиль τό μεγαλοπρεπές ὕφος· \высокий гость ὁ ὑψηλός ξένος· \высокийие договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη· быть \высокийого мнения о чем-л. ἐκτιμώ πολύ, ἔχω περί πολλού. -
12 наводнение
наводнени||ес ἡ πλημμύρα:пострадавший от \наводнениея ὁ πλημμυροπαθής. -
13 народ
народм1. ὁ λαός; русский \народ ὁ ρωσικός λαός· \народы мира οἱ λαοί τής γῆς· трудовой \народ οἱ ἐργαζόμενοι, ὁ ἐργαζόμενος λαός·2. (люди) ὁ κόσμος, τό πλήθος; много \народу ἡ πολυκοσμία, ἡ κοσμο-πλημμύρα -
14 паводок
паводокм ἡ πλημμύρα, ἡ φουσκονε-ριά. -
15 полый
по́л||ыйприл1. (пустой) κενός, ἄδειος:\полыйая трубка κενός σωλήνας· 2.:\полыйая вода́ ἡ πλημμύρα. -
16 разлитие
разлитиес (рек и т. п.) ἡ πλημμύρα, τό ξεχείλισμα -
17 страдать
страдатьнесов в разн. знач. ὑποφέρω/ πάσχω (от боли, недуга):\страдать от головной бо́ли ὑποφέρω ἀπό πονοκέφαλο· \страдать от наводнения ὑποφέρω ἀπό τήν πλημμύρα· \страдать за правду ὑποφέρω ἀπό ἀγάπη τής ἀλήθειας· \страдать недостатками ἔχω ἐλλείψεις. -
18 наводнение
[ναβαντνιένιιε] ουσ. ο. πλημμύρα -
19 наводнение
[ναβαντνιένιιε] ουσ ο πλημμύρα -
20 вред
-а α.βλάβη, ζημιά, φθορά, κακό•наводнение причинило много -а η πλημμύρα προξένησε πολλές (μεγάλες) ζημιές•
это мне во вред αυτό είναι προς ζημία μου•
эти слухи причинили ему большой вред αυτές οι διαδόσεις τον δυσαρέστησαν πολύ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλημμύρα — Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η… … Dictionary of Greek
πλημμύρα — η 1. ανύψωση στάθμης νερού ποταμού ή λίμνης και έξοδος από την κοίτη: Οι πολλές βροχές προκαλούν πλημμύρες. 2. μτφ., μεγάλη ποσότητα, αφθονία πραγμάτων, μεγάλος αριθμός προσώπων: Πλημμύρα τα φρούτα στην αγορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλημμύρα — πλημμύ̱ρᾱ , πλήμμυρα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμύρᾳ — πλημμύ̱ρᾱͅ , πλήμμυρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμμυρα — πλήμμῡρα , πλήμμυρα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek
Σισλέ, Αλφρέ — (Sisley). Γάλλος ζωγράφος (Παρίσι 1839 Μορέ συρ Λουάν 1899). Από αγγλική οικογένεια, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την τοπιογραφία του Τέρνερ και του Κόνσταμπλ. Γυρίζοντας στο Παρίσι, συνδέθηκε φιλικά… … Dictionary of Greek
πλημμύρας — πλημμύ̱ρᾱς , πλήμμυρα fem acc pl πλημμύ̱ρᾱς , πλήμμυρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek